λιποταχτώ
Смотреть что такое "λιποταχτώ" в других словарях:
λιποταχτώ — λιποτακτώ και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιποταχτώ — λιποτάχτησα, αμτβ. 1. εγκαταλείπω αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάποιον ιδεολογικό αγώνα: Στην αντιδικτατορική τους ομάδα δε λιποτάχτησε κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποτακτώ — και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής