λιποταχτώ

λιποταχτώ
(ε) см. λ,ιποτακτώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λιποταχτώ" в других словарях:

  • λιποταχτώ — λιποτακτώ και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιποταχτώ — λιποτάχτησα, αμτβ. 1. εγκαταλείπω αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάποιον ιδεολογικό αγώνα: Στην αντιδικτατορική τους ομάδα δε λιποτάχτησε κανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιποτακτώ — και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»